ΕΥΡΕΣΕΙΣ ΑΠΟ ΚΥΑΝΟ ΚΟΒΑΛΤΙΟ

ΒΑΘΥΦΩΝΙΑ

Μαίνομαι στο ηλιοβασίλεμα με βυσσινί μυαλό μου.

Αν ήμουνα πορτοκαλί συμπέρασμα θα ’χα εγκυμοσύνη.

Νομίζεις κόκκινα; Βλέπεις λευκά φορούντες;

Μήπως υπάρχει πράσινο στη λέξη Κακοθεΐα;

Μα τι λέτε κύριε!

Τότε λοιπόν το καφετί. σ’ ενέργεια το μαύρο!

Σε περιβάλλω κίτρινο.

Κι αν είχα λαδοχρώματα μεγάλη ερυθρότητα!

Τέτοια γενειάδα το γαλάζιο που τρελαίνει...

Μοβ από φτώχεια χωρίς έλεος μοβ από Λένιν.

 

ΔΡΑΣΗ ΦΑΝΤΑΣΙΑΣ

Όχι στην καμπύλη κανενός γεωμετρήματος

ούτε στα χυσίματα του συμβολισμού με

βλακώδη στύση

αληταράδες άνεμοι που πνέουν ερημιασμένοι

χωρίς αντίλογο θανάτου

την ώρα που /δεύτερο που/ υπνώττουμε δύστυχοι

και με βλέπει κατάντικρυ ο Strindberg

έκθετος από μια σουηδική φωτογραφία

ο Αύγουστος – όχι μήνας αλλά σχιζοφρενής – υψιπέτης

ενάργεια νυφώδους οπτασίας ή περίπου.

Μα όμως κάθε σπαραγμός είναι τόσο προκλασικός

ώστε τίποτα στη σιγή δεν τραγουδιέται

κι απομένει ο πόλεμος του έρωτα διαιώνιος

με ξόανα τρομερής αδιάφανειας έως.

Αττική μου ηλιθιότητα στα έμμηνα της Αφροδίτης

τότε τι βρε άνθρωπε όταν καίεται

Ηρακλής κι ο Ποσειδώνας

πλημμυρίζοντας ιερατικά τα βυζιά του

- τι είπα; - κι αναδείχνει χαρτιά λευκά στην τύχη

από αύριο

δίχως πραγματική ασπράδα

είμαι τελείως ανοχύρωτος ανέκαθεν;

αν οι σκλάβες οι λέξεις λένε κάτι...

Τρεχάτε στην αίσθηση! Τρεχάτε! Η ομορφιά ειν’ ολούθε.

Τυπωμένος θόρυβος και βιασμός λιακάδας Ιανουαρίου.

Σας παρακαλώ!

 

ΑΠΟΛΛΩΝΕΙΟ

Ξάφνου τότενες εριθαλής νοημοσύνη

με το θάνατο μέσα μου πλέον ορατό

- σχεδόν αδιανόητο –

μεράκι που το ’χω να υπάρξω ακόμη!

Φτερουγισμένος είμαι σήμερα στα ύψη

στην πιο βλακώδη αστρογειτονιά μου πέρα.

Η τόση θεωρητική ωμότητα σε πανικού δροσούλα

γιομάτη σωματικά γεγονότα.

Η ύλη δε με θέλει. Κι αφουγκράζομαι μόνος

ουσιαστική τίγρη.

Πού πας με τόση ομορφιά;

Στο βάθος θάνατος.

 

ΘΑΥΜΑΣΙΑ ΩΡΑ

Σε νορβηγική καλύβα ηγεμόνας

οπού μονάζει στη χαλασιά: χειμώνας –

μελαγχολική μελωδία

ποιητής ω ναι ώς την αιθρία

πέφτοντας άνετα στον ύπνο κι αναπνέοντας

υπό το μηδέν τραγωδία.

 

ΦΘΕΓΞΑΜΕΝΟΣ ΑΓΑΘΑ ΠΡΑΓΜΑΤΑ

Μωρέ παιδιά καημένα

στο αίμα βουτηγμένα

η Ελλάδα μας άλλαξε τα φώτα

νυφάδες απ’ το Σούλι

τα όπλα του φωτός αξόδευτα

χαιρέτα μας την κλεφτουριά στο άπειρο

η οσμή απ’ το καθαριστήριο καθώς

διαβαίνω στο πεζοδρόμιο.

Αλέκτορας αλεκτισμού με όρια

αιωνιότητας

από παράθυρο τρόλεϊ.

Χειροτερεύω άνιαστος με κάτι μοβ ολόγυρα μου

ερμιά κι αγριοσύνη.

Θροΐζαν οι βρομούσες. αεράκι θειότατο.

Μουτζω’ τα ω αναρχία μου! Δεν μπορεί να γίνει.

Κλώσσα Ιστορία δεν την βλέπω. παραληρούμε.

Έχω ένα κρουνό ζώο μέσα μου. φαντάσου οι άλλοι...

Πάντως όταν αρχίζει το ποίημα

να γίνεται ύλη

εκεί είμαι.

Ξεριζώνω τα πάντα. Κι αν η ποίηση

κι αν η ποίηση

κι αν ποίηση αδέρφια

- για τους βλάκες του πολιτισμού αενάως

με αμοιβαιότητα ενικού Θεέ και Κύριε.

 

Η ΔΙΕΡΩΤΗΣΗ OMEGA

Διακοπή; Νομίζω ναι.

Συνέχεια; Δεν το νιώθω.

Φόβος; Αλλά γιατί;

Μήπως όνειρα; Για τον Άμλετ.

Ασθμαίνοντας διακοπή

και ζήτω η ζωή λαγνοβοώντας

ζήτω

το Μέγα του Πραγματικού

Χρωματιστό Παραλήρημα

ώς τον Τάρταρο ζήτω.

 

/ θρήνος αιματοστολισμένων /

Εκεί συν-δυο δεν κάθουνται

συν-τρεις δεν κουβεντιάζουν –

 

ελληνικά δεν έχει πια δεν έχει απαρέμφατα

μαγευτικός μου ενικός η άφατη αποσύνθεση

με κυανά φωνήματα

χορτώδη κεκραγότα ο γόος.

 

Εκεί συν-δυο δεν κάθουνται

συν-τρεις δεν κουβεντιάζουν –

 

εκεί η νόηση λαδόχαρτο που η γραφή δεν πιάνει

κι ο έρωτας μαρμαρυγή στα σώματα το θείο ρίγος

και λάμψη που σηκώνει μονομιάς την αστραπόσκαλα

χιλιετίες και χιλιετίες και εκατομμύρια χρόνια

κι η ομορφιά να εξέχει πάντοτε

κι η ασκήμια πάντα να τυραγνιέται

κι ο φόνος ν’ αλλάζει απερινόητος ολοένα

τις τριτοβάθμιες εξισώσεις

μ’ αγαθές αντιλόπες βολίδες

και βολίδες ξοπίσω οι τίγρεις

πλατιές εκτάσεις άρρητες κι ακατέργαστη

γεωμετρία

έρημος είμαι κι ανάβω λυχναράκι θλίψεως.

 

ΚΑΙ ΑΙΦΝΗΣ Η ΑΝΑΠΟΛΗΣΗ ΤΟΥ PEER GYNT

Αλέκιαστο που θα ’τανε το χιόνι παγωμένο

στην όραση του πλανώμενου Πέερ

η ψυχούλα του τι διάβηκε τι χρωματιστούς

αέρηδες

αρίφνητα πολλά μεσ’ στο κεφάλι σου και τίποτα

για να φτιάξεις

ωσάν άχραντο θα ’τανε το χιόνι λεπτότατης μνήμης

καθώς επέστρεφες από δύστυχη ευτυχία

στ’ απόκρημνα

της μαρμαίρουσας άστρα ουράνιας

Νορβηγίας

εκεί στα βόρεια ηδονικά κύματα

μ’ ένα μονάχα πλάσμα να σε περιμαζέψει ναυάγιο

μια ζωή ακαρτερώντας

η ανεπίληπτη χωρίς όραση Solveig.

 

ΣΚΥΒΑΛΟ ΑΘΑΝΑΣΙΑΣ

Με γρασωμένα τ’ άρβυλα στη φρίκη πάντοτες ανηφορίζω

λιμοκτονώντας από φλόγες τώρα πια

φαρσί εγκόσμιος

φαρσί δακρυσμένος

εσαεί χορογράφος του λεκτικού μου

κι ανερώτηγα ίασμος.

Κακοξόδευτη φώτιση σε μοβ κι άλλες βραδύτητες

χαμερπούς ορίζοντα

θρήσκευμα του σκύλου τ’ αλύχτημα ή ένα σόλοικο

παραισθητικό Σύμπαν

άνασσα φαραωνική μεσ’ από μαθηματικές ευλάβειες.

Είμαι ο ακούσιος της υπάρξεως

η κράση μου δεν είναι άνθος είναι ωμότητα

διάκειμαι χιλιόχρονος αν και πέφτω

σε ματωμένα δευτερόλεπτα αιωνίως

μ’ έχουν επισημάνει οι άνεμοι.

 

 

DESIRIUM

 

Στην Εύα

 

Ο καύσωνας της Εύας είναι ευτυχία.

Ο καύσωνας της φύσεως είναι απελπισία.

Είμαι και στα δύο μέγας υποχείριος

φιλαρμόζοντας έννοιες και μαθηματικούς

τύπους

από καιρούς του Πλάτωνα πριν και πριν

και πριν απ’ τις πολυκατοικίες

όταν η βιομηχανία έμελπε σε φιλοσοφήματα

Σημείωση του ποιητή: Ο τίτλος desirium κατά τον ήχο delirium και όχι desiderium.

 

Η ΝΥΧΤΑ ΞΕΣΤΗΘΙΑΣΤΗΚΕ

Μουχλιασμένο φεγγάρι με σύγνεφα φεύγοντα

οπού περνούν απ’ την ολονύχτια φέτα

μεγαλώνοντας έως πανσέληνο και ξανά πίσω

κέαρ cuor coeur cuore κ.λ.π. /μουσούργημα φρίκης/.

Τσουκνιδιασμένο πια το αίμα μου.

σε μαγική εικόνα εξελίσσομαι άναυδος.

Ό,τι γνωρίζει ο παρατηρητής

είναι η παρατήρηση κι όχι το παρατηρούμενο.

Λυπάμαι αλλά η ζωή καταντά με το θάνατο

ανυπόληπτη.

Τα πέλματά μου στην ακινησία

ωσάν απαρέμφατα.

 

Η ΣΓΟΥΡΗ ΦΩΤΙΑ ΣΤΗΝ ΠΛΑΤΕΙΑ

Νύχτα γεροντοκόρη του Άπειρου χωρίς όμως

τον έρωτα σε μαύρο ή μηδέν

από μοβ εννοιολογία ζοφώδη

και εγώ πλέον βιολογικός απόκληρος Χριστουγέννων

αναδεχόμενος απάνω στ’ άσπρα μου μαλλιά

χοντρές σταγόνες από βαρύ χιονόνερο

σχεδόν η φυσική μουσούδα του θανάτου στο μέτωπό μου

ωσάν άθλιο

μετέωρο

λογικό θέσφατο.

Πυραχτώματα ξύλων εξαίσια σάρκα της φωτιάς

που αναμέλπει μαχαιρωτό ρόδισμα

παλλόμενο με φλογάκια ορμήματα

στο πύρινο

με νεολαίους από τραχύτατη σιωπή

με νεαρούς ερημίτες με κοπέλες ερημίτισσες

αρχαϊκή ανωτερότητα της Προϊστορίας

κι ο θεός επιτόπου δίχως κανένα βοερό θρήσκευμα

ή ατυχήματα

μεταφυσικά της διάνοιας.

 

ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΚΑ ΧΕΙΡΟΓΡΑΦΑ, Ι

Εποχή που τραγουδούν ερημόχαρη βλάστηση

τα χρονόποδα

κι ο Εγώ σαββατιάζει μ’ αεράκι σε ναυάγιο

αναπνευστικού συστήματος

εννοώντας ευγλωττία στην πρόταση: αρχή

και τέλος η αργή Μονάδα ο κόσμαρχος.

Εγώ ειμί και είμαι σθεναρά μείζων απεγνωσμένος

και μέλας

ο γνωστός λουλουδόμυαλος με όσφρηση συλλαβιστή

στα έργα τέχνης η ισορροπία

μορφή ταπείνωσης.

Εποχή που μελωδούν ευωδιές αιθερόχαρες άρτι

κι αποχαλίνωση

σκυμνοτρόφος η νύχτα: λευκάζουσα βαρόνη

κει κείνο κει

το παλιοφέγγαρο

σαν τη σφαίρα του rugby.

 

ΠΛΗΣΙΕΣΤΕΡΑ

βρίσκομαι στην απεκθάμβωση

κι ονομάζω βρισίδι της εγκοσμιότητας

τους ουράνιους κρουνούς κατακλυσμιαίους

αλλά πως

να ξεχωρίσω μεσ’ στη θύελλα

οπούχει φρενιάσει

της ορατής πλην άμαχης θεότητας τα πτύελλα.

 

ΤΑΙΣ ΑΓΓΕΛΙΚΑΙΣ

αλλά δεν θα συνεχίσω...

Ως νήπιος πάντοτε

στην αγκαλιά της Κυρίας Ντίνας

εσαεί νήπιος.

Ε, πόσα χρόνια πόσα σταφύλια τόσο φεγγάρι...

 

ΜΕ ΛΙΓΟ ΚΑΣΤΑΝΟΧΩΜΑ

θα βελτίωνα κυανές των μίσχων ανατάσεις

μα όμως το μυαλό μου σε κατάρρευση

θλιβερές κλωστές

κι αθρόιστα ξέφτια

- κόσμος πολύς απόξω περιμένει

κ’ εγώ δεν έχω καν ούτε φράση

κι αν ήθελα κάτι: να πάγαινα στον ανοιχτό μου

τάφο περπατώντας

να πήδαγα μέσα την ώρα την έσχατη

και τα φτυάρια στα γρήγορα να με κουκούλωναν έως

την απώλεια της εικόνας μου.

 

 

Με θάνατο στοχάσου με στην ερημοσύνη

Ουρανισκόφωνη χαρά και πίκρα χειλεόφωνη

Άμα πεθαίνεις έως που πεθαίνεις;

Κεντρομόλος φεύγεις φυγόκεντρος έρχεσαι.

 

ΑΙΩΡΗΣΗ

του Θάνου Κωνσταντινίδη

 

Στον ουρανό οι δυνατότητες

είναι μόνο συναρπαστικές.

Καθώς κρεμόμουνα στον αέρα

κρατημένος από ένα κάτασπρο σύννεφο

σε μυθική οθόνη της φαντασίας

παρατηρούσα τις τιμές

των στοιχείων του αίματος μου

κι άκουγα μιαν εκθαμβωτική μουσική πράξη

σχεδόν εξωανθρώπινη

προς τ’ αριστερά στο γεωγραφικό χάρτη

στο σημείο που βρίσκεται το βουνό Τρόμος

τυλιγμένο πάντοτε μ’ αστραπές

και έκπαγλες καταιγίδες.

Εκεί ανέβηκα μια φορά.

Εκεί πρωτάκουσα το τραγούδι

που έλεγε: ανήκουμε στα νερά.

Κι απ’ την άλλη έλαμπε ο Εκκλησιαστής.

Από καιρό γνώριζα πως το αίμα

περιέχει όλο το μυστήριο

που δίνεται με σημάδια

στον ανθρώπινο νου και πλήρη ασυνέχεια.

Μήπως η κυκλοφορία; -

διερωτήθηκε ο λαμπρός παθολόγος.

Και αιφνιδίως

ήρθε στο μυαλό μου ο Λεονάρντο

που ήξερε θεσπέσιες ειδήσεις απ’ το σώμα.

 

 

Τα ξυπνητούρια του ήλιου σε αλληλούια

Του ποταμού το μάταιο στην απαλάμη

 

Χαράματα γαλαζώνει ζωή στον ουρανό.

 

 

ΜΙΑ ΛΑΜΨΗ ΠΟΥ ΔΕΝ ΕΧΕΙ ΤΕΛΟΣ

 

του Σάββα Μιχαήλ

 

Προσκλητήριο

Λέον Νταβίντοβιτς Τρότσκυ:

Μέλος του πολιτικού γραφείου,

Επίτροπος του λαού για τον πόλεμο,

δημιουργός του Κόκκινου Στρατού.

Παρών.

 

Χρονικό των επαναστατών

 

Αφήγηση

 

 

Δόξασμα

Οι αναστενάρηδες φωνάζουν, πατώντας

απάνω στη φωτιά: Σταχτ’ να γεν’.

Εμείς απ’ αλλού με άλλους όρους

φωνάζουμε: Να μεγαλώνει,

η φωτιά να μεγαλώνει,

να γίνετ’ ολοένα ψηλότερη

εξαρπάζοντας ιαματικά τον πλανήτη.