ΕΡΥΘΡΟΓΡΑΦΟΣ

ΙΗΣΟΥΣ ΑΝΤΙ-ΟΙΔΙΠΟΥΣ

Γιατί κρατούσαμε κάποτε ώς την πέμπτη μέρα

το πασχαλινό πρόβατο;

Τα κείμενα λένε: μ’ αυτού του θύματος το κρέας

έπρεπε να καθαρίσουμε όλες τις αισθήσεις.

Για να δώσουμε κύμα στη ζωή λευκότατο

θαυμάσιες ευωδιές στην έκταση του στήθους.

Ιδανικά στο χάρο.

Για να βλέπουμε τα λαμπρά

χαράματα του Άψινθου και να ’ναι η ψυχή

στόλισμα βαθυχάρακτο

της πλώρης που την είπαμε θέληση.

Τότε πολλές δορκάδες τρέχοντας

ανάμεσα στην καταπράσινη

φύση με τους υδάτινους ύμνους,

τότε, κατεβαίνοντας οι αθέλητοι άγγελοι

με κυλινδούμενο το ύψος στην ορμή τους

χαρίζονται της αστραφτερής Περιπέτειας.

Όθεν η μιλιά γι’ αυτό χρειάζεται

και τα δεινά σκεπάζονται ωσάν

τους τιμημένους νεκρούς με σημαίες.

Ασώματο δάχτυλο δείχνει τα φλογώδη

και μοσχοβόλα ολοκαυτώματα

στους κουρασμένους ορίζοντες

στα εξουθενωμένα πλάτη καθώς

ανάβουν οι χαρές του νεραϊδόξυλου

και τρέμει ολόκληρη η πρασινόφυλλη αγάπη.

Κάτι θα κελαηδούσε πάλι

αν δεν το διώχναμε –

μπορεί της προβατίνας το χορτάρι.

Κάτι θα μας καλούσε στην απέραντη ανάσταση –

μπορεί του έαρος η χάρη.

Μα η καρδιά μας άγρια τυφλώθηκε

πέρασε στα φαινόμενα του Άδη.

Σιγή και πάγος αδιάκοπα σκεπάζει

στους αχυρένιους καιρούς το Νήπιο Πνεύμα.

Την ώρα που ονειρεύονται οι βυσσινιές

και λάμπουν αμυδρά μεσ’ στο απλότατο σκοτάδι

τίποτα δε στοχάζονται οι βαβυλώνιοι

στα εργαστήρια με τ’ αυτόματα χρωματιστά φώτα.

Πώς να χαρούμε πια την πέμπτη μέρα του προβάτου;

Φουρκίσαμε τ’ αστέρια.

Γίναμε σιγά-σιγά δήθεν υπέροχοι

με μαδημένες χίμαιρες στα χέρια.

Μας νέμεται σκληρά η επιστήμη.

1968

 

ΣΚΥΛΟΣ

Πολλές φορές μια σχέση αιωρείται σύγκορμη

με ζώα με ανθρώπους και με δέντρα.

Τι είναι ζώο άνθρωπος ή δέντρο δεν το μάθαμε.

όμως κρούει την όραση ο θηλυκός θάνατος

του σκύλου

με σπαραγμό που δεν προέρχεται από νοητή

παρουσία.

Φαίνεται πως ένα λάγνο μυστήριο συνέχει

σάρκα με σάρκα

ιδίως όταν ο σκύλος δεχότανε τα χέρια μας

βουλιαγμένα στο αθωότερο τρίχωμα.

Λέγοντας – εξοφλούμε τις αισθήσεις ή

προδίδουμε μονάχα;

Κανείς δεν ξέρει. ευτυχία να μην ξέρει.

Κ’ έτσι διαρκούμε ανίδεοι δρέποντας

όνειρα

και συνοψίζουμε τον έρωτα με μια χειρονομία

σε λατρεμένου ζώου τη μουσούδα ή σε κορμό

του δέντρου που αγαπήσαμε.

 

ΕΓΚΑΡΣΙΟΙ ΣΤΙΧΟΙ

Καθώς απόσωνε η σελήνη ξημερώνοντας

τα πάντα κρέμονταν από μείζονα ελεατική σιγή

και μοιραία γαλήνη

που παρατείνει μιαν αόρατη πράξη:

της φύσεως την αυτοζωία.

Τότενες έβλεπα σε φανταστικά νερά μου

να ξαναλάμπει μόνη της

η εικαστική προσδοκία του σώματος.

Οίμοι λοιδόρησα την ηρεμία

και μ’ αρέσει ο φόβος.

Είμαι μόνον αυτός που έχει την τρελάρα του.

τίποτα πιότερο.

αναβοσβήνει το χέρι μου όταν γράφω.

 

ΕΤΣΙ ΕΙΝΑΙ

Έβλεπα όνειρο. είχα γεύση χρωματιστή. κόκκινη.

Τρως μια ντομάτα, λέει τότενες η όραση.

Κι όμως εγώ είχα γεύση χρωματιστή. Βέβαια,

βέβαια, σκέφτηκα. είμαι τώρα ο ανώτατος Νεκρός.

είμαι ο πιο έρημος Μοναχός τυλιγμένος μ’ αχτίδες.

είμαι στα φώτα των αισθήσεων. απ’ τη γεύση βρέθηκα

στο μη-αντικείμενο. απ’ τα μάτια βρέθηκα στο μη-υποκείμενο.

Και έσκουξε τότενες κεραυνός. ουρανέ ουρανέ

δεν έρχομαι να σ’ αποχτήσω.

 

PRAXIS

Εσύ με τέτοιο πανικό νυμφόληπτος

υέτιος ή όμβριος πού πας;

Αποκοιμήσου φουκαρά μου στα άμφια.

Ήσουνε μέγας ιερέας χρισμένος απ’ τη Σκοτία

μητερούλα στα σωματίδια του Φωτός

ήξερες απ’ έξω κι ανακατωτά την Παρουσία

φόβος και τρόμος ήσουνα στην Ψυχολογία.

Σήμερα νιώθεις πληθύνοντας την Κωμωδία.

Πράγματι βρέχει και είσαι ολομόναχος, αποκοιμήσου,

ανατριχιαστικά ανθρώπινος.

 

ΔΙΑΦΟΡΙΣΜΟΙ ΜΕ ΦΘΙΝΟΠΩΡΟ

Άλλο το θηλυκό μυαλό κι άλλο

η γυναικεία νόηση.

Άλλος ο Κλέων κι άλλος ο Κλαίων.

Άλλο Φαιστός κι άλλο Ήφαιστος.

Άλλο οι Τριάκοντα κι άλλο οι Εβδομήκοντα.

 

Η ΝΥΧΤΩΔΗΣ ΗΔΥΠΑΘΕΙΑ ΤΟΥ ΣΑΤΑΝ ΕΚΤΟΣ ΚΕΙΜΕΝΟΥ

/Πρώτο Μέρος/

Ανενυπνίαστος αυτόγυμνος και κρυονέρης.

Εντοσθιακός. απ’ τα σπλάχνα μου τραγουδώντας.

Χαράματα μέλπω σε μακρυμαλλούσες Ερωτιάδες

χαράματα γλυκύτητος από κοκκινωπό

βερίκοκο που σιγά-σιγά ξανθαίνει

/ο ήλιος/

έως που γίνεται θυμώδης λευκασμός

και γιγαντόσπορος φωτός

εναέριο και μέγα σπέρμα έως που γίνεται.

Σας ομιλεί ο Μελάνθιος.

Θεού οντολόγηση

Σατάν κοστολόγηση.

(Χαλκοπλισμένος άγγελος με σπάθα μυριοδόξαστη

περιγελούσε ξώσαρκα αιχμίζοντας

γλουτούς ωσάν αχλάδια νεανίδων απ’ τη Μίλητο

σ’ όνειρο πολυμήχανο ο Λάγνης

και έβαφε αφίλιωτος κατράμι τις αφροδισιασμένες

- προ έτους όνειρο σε ταραχώδη αιγιαλό

κι αγεωγράφητο.)

Χαράματα κι ο ήλιος στην αρχή ολιγαρκής

γίνεται λίγο-λίγο άπληστος.

 

ΤΟ ΣΦΥΡΙ ΤΗΣ ΖΩΗΣ ΚΑΙ

του θάνατου το δρεπάνι

βαθειά ιδανικότητα…

Ειλωτεία μ’ αλκοόλ ανομοιοκατάληχτο

πέντε συν έξι

παραδοθείτε παλιοτόμαρα!

Σας έχω κουρελιάσει τα δίχτυα ηλίθιοι

με ιαχές πυρπόλησης γηπέδου!

Δεν αποδέχομαι θητεία στα στόματα

το τάλαντον το τάλαντον

το τα το τα τάλαντον Ελένη μου Ελένη

μουσούδα τ’ ουρανού με ζάρωμα

η φαντασία μου σε πλένει

με ζάρωμα γαλαζιανό με κόμικς από μαύρο

χιλιάδες θύρες ο Άδης αριθμεί κι από καμιά

κανένας δεν εβγαίνει.

 

ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗ ΤΟΥ ΕΑΡΟΣ

Χριστός η ορθή γωνία. Χριστός το Πυθαγόρειο

θεώρημα.

Χριστός ο απειροστικός λογισμός άνωθεν όλβια

Χριστός τα Σύνολα.

Χριστός η ψηφιδογραφία στα μαζικά σωμάτια

Χριστός η μάζα μηδέν.

Άρα ψεκάζουμε αριθμούς και πεδία λαγνείας.

Είμαστε τυφεκιοφόροι νοσούσης λογικής και κάτι –

παρατηρούμενο σημαίνει παρατηρητής και Εκάτη

σκότος το πάμφωτο και φως εν τη σκοτία η Αστάρτη

συνδαιτημόνες δαίμονες επ’ άρτι.

 

ΞΥΠΝΩΝΤΑΣ ΑΠΟ ΕΙΚΟΣΙΤΕΤΡΑΩΡΟ ΥΠΝΟ

σχεδόν η λήξη της ομορφιάς...

Δεκέμβριος ο μέγας μήνας

με μακρουλές εβδομάδες

το ορώμενο φταίει ή τα μάτια μου;

Σύθαμπο.

Χιλιοφανέρωτος από αραχνιασμένη απουσία

πολλαπλασιαστής θεουργίας και χιονοθύελλα

όταν ματώνω αρχίζει η λάμψη μου.

Γυμνός αμνός αμνότατος και η έσχατη

αλαζονεία της ζωής: ο θάνατος.

 

ΗΤΤΗΘΗΚΑ ΝΥΧΤΑ

Τώρα που η καρδιά μου δεν προσφέρεται

σε παρορμητισμούς αλκοόλ

ακόρεστος προστρέχω σε ηλίθιες απελπισίες

υπογράφοντας το Σύμπαν.

Είμαι παντέρημος όσο κι ο φέγγαρος ψηλά-ψηλά

σε στύση φωτός τον Αύγουστο.

Τελετουργώ στη σιωπή χωρίς άμφια.

 

Η ΚΕΝΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ

Αυτός που σείει οντολογικά τον άνεμο

κι απαστράφτει

χώρος ανεκλάλητος όπου βοά συνεχώς

η αγαθότητα –

ξέρει πως είν’ ακαινοτόμητος έως θανάτου.

Τίποτα δεν αντλεί απ’ την Ιστορία και συνέρημος

με τον πάνθηρα

γυρίζει μια μικρού μήκους ταινία μαυρόασπρη

εκτός κινηματογράφου.

 

ΤΟ ΑΠΟΓΕΥΜΑ ΕΝΟΣ ΧΑΥΝΟΥ

Ευτυχώς χαμένος.

Αλίμονο αν είχα διανύσει κέρδος.

Θυμήσου διασκεδάζοντας το μυαλό σου

θυμήσου τον αυτοκράτορα

της πάλαι ποτέ Βραζιλίας.

Εάν πεθάνω γλίτωσα. εάν επιζήσω γλίτωσα

πάλι.

Κρεουργείς ακόμη με κοχλαστικό τσεκούρι

σε χίασμα φρίκης

κι αναπηδούν αθώα ουρλιαχτά κατέρυθρες

οιμωγές που ξεστομίζουν έρεβος αγάπης.

 

ΤΟ ΕΛΕΟΣ

Μια μέρα ο Κρίσνα συνάντησε την ύλη σε δυσκοίλια χιλιόμετρα θερινής αποστάσεως. «Θέλω να σε χάψω» της είπε και εκείνη «τότε να σε κάνω τίγρη» αποκρίθηκε. Λοιπόν ο Κρίσνα έγινε ένας άγριος τίγρης. Κάποτε όμως ο Βράχμα βλέποντας να κυλούν οι αιώνες με τις χιλιάδες και ο Κρίσνα ευτυχής κι ανέμελος να τρώει και να ξανατρώει ζοχαδιάστηκε. Αρπάζει το συγνεφένιο τηλεβόα και του φωνάζει: «Ε, Κρίσνα! Δε βαρέθηκες;» Κι αποκρίθη γελαστός ο Κρίσνα: «Καλά είμ’ εδώ. δεν ξέρεις τι χουζούρι μέσα στον τίγρη!»

 

ΒΑΡΥΑΥΛΟΣ

Ό,τι και να πεις μένει στο στόμα σου.

δεν προέρχεται ούτε πάει. αστειεύομαι

πάλι.

 

ΓΕΝΕΣΙΣ

Εγώ είμαι από τάρανδο.

Δεν ανακατεύομαι πια στα όνειρα.

Νιώθω ψύχος.

Βόρειος όσο κι ο καυστικός πάγος.

Τ’ αφτιά μου επωτίδες λέμβοι

για να αισθάνομαι

ναυαγός και ν’ ακούω κυκλώνες

Εκατοντάδες Αγάπης

με χορωδιακή μεγάλη ελεημοσύνη

κατακαίω κατακαίομαι κι αντίστροφα

- παντρεύτηκα λέξεις.

Ας ενωτίζομαι φλύαρο σπαραχτικό κλαρίνο...

Κατακαίομαι κατακαίω/ξανακοιμήθηκα/.

Ξυραφιές.

Ο έρωτας κρέμεται από μια κλωστή στο γαλάζιο.

τι θεσπέσια όμως που έχασα!

Δε βγάζω γλώσσα. βγαίνω απ’ τη γλώσσα.

Κι αν σας έκοψα το βήχα του τυχαίου σακάτηδες

μνημονεύω πάντοτε την αμφιβολία.

υπάρχει άλκιμο αναγκαστικό μέλλον εκείθε;

Φαίνεται πως μου μένει μονάχα ο Θεός αλλ’ όμως

αντικρίζοντας άνθη

λέω και ξαναλέω: χρώματα είμαστε. τίποτα

πιότερο.

Βραδυφλεγής χορτώδης επανερχόμενος νύκτωρ

από αρχαία σε έξαρση πυρκαγιά

λιγοστεύω τ’ αστέρια μειώνω τους γαλαξίες.

Τι λανθασμένο πλάσμα που είμαι!

 

ΡΗΤΗ ΣΙΩΠΗ. ΝΟΤΙΣΜΑ

Φεγγαρόφωτο προς τιμήν της Σαλώμης.

Το χιούμορ είναι βραδύτητα. δεν είναι

για βιαστικούς.

Αλλ’ η σελήνη ριγηλή και διεθνής κι ανήκουστη

σκυλιάζει από ερεβώδεις ορμές –

αβρό μου φαινόμενο.

Στο κλάμα είμαι μαγευτική, δεν είμαι; -

αλαζόνευε η φωνούλα της Σαλώμης.

 

ΟΤΑΝ ΕΡΕΥΝΩ, ΣΙΓΗ ΑΠΟΛΥΤΟΣ!

…Ώστε πέθανε αλκοολικός.

Είχε γαλάζιο; (είπαν πως είχε)

Αυτό με ενδιαφέρει.

Ξυλιάζω ανέκαθεν από Ιατρική.

Στην κρεμάστρα της δημοσιογραφίας

ο εικοστός αιώνας.

...Ώστε αλκοολικός...

Είν’ άλλο ο κομουνισμός του κόμματος

και είναι άλλο

η θλίψη μου και η μελαγχολία μου

στο αλτάρι της Ιδέας.

Είμαι ο Σωσίβιος άψογα ξυρισμένος

τ’ απόγεμα θα παρευρεθώ σε κηδεία

για να ποθήσω τη ζωή μου πολύ περισσότερο.

 

ΣΤΟ ΑΝΑΡΘΡΟ ΑΣΚΟΥΜΕΝΟΣ

ενίοτε και εγώ εκδιδράσκω προς τα όρη

μ’ αγριολίθαρα να πετσοκόβουν άθλια ποδήματα

δώθε ο κόρδακας από αγέρα βάναυσο που κλυδωνίζει

κάποτε την υπερυψούμενη με φωνασκίες

χλωρίδα

κείθε να κλαίει ο τσάκαλος καθώς η νύχτα πιάνει

σχεδόν εξ έρωτος αγγίζοντας

το σώμα της ημέρας τελετουργικά με θεία μελάνη

σιγά-σιγά ναν το αμαυρώσει.

Νωθρότητες από ασβεστόλιθο κοπαδιαστά κοράκια

γύρω –

σημασία δεν υπάρχει.

Νύμφες δαιμόνισσες λαγνοβοώντας απεκδύονταν

ονείρατα κι αναδιφούσαν έξαλλη

φωτιά

στην κορυφή στα σκέλη.

Το τρέμολο που κάνουν οι μέλισσες ιπτάμενες –

ήχος θεογνωσίας.

 

ΕΝΤΥΠΩΣΗ

Αχ ναι! πετούσαν έρημα των πουλιών τα σμήνη

κι όταν αποχάθηκαν

η καθαρότητα τ’ ουρανού δεν κηλιδώθηκε

από ίχνη.

Να παγιδεύεις το αόρατο στην ορατότητα.

 

ΚΟΝΙΣΑΛΕΟΣ ΑΝΕΜΟΣ

Κοιτάχτε ω θνητοί αλησμόνητοι –

κοιτάχτε!

Πώς ανεμίζουν εφάμιλλα του μήκους

τα μακριά τα πάλλευκα μαλλιά του βασιλέα Ληρ!

 

[...]

Ουρανός επί λέξει.

Κι ακόμη

διάφωνα στον αχερώνα

του αιώνα.

Το Σύμπαν έχει ασυνταξίες.

 

ΚΑΘΟΜΙΛΟΥΜΕΝΟΝ

Αποκαρδίωση. θριαμβεύει το κρέας.

 

Ο εγωιστής, ο εκμεταλλευτής, ο καταπιεστής, ο δυνάστης -,

δεν είναι ολοκληρωμέος ηδονιστής. Γέρνει στο ζώο. Κι αυτό η σκέψη το αντικρούει.

 

Η θρησκευτικότητα είναι κριτική της ύλης.

 

ΦΩΝΗΣΙΜΑ

Θεέ μου η θεότητά σου!

αιματογονία

η προφορά του σώματος.

 

Ο ΑΤΤΙΚΟΣ ΜΟΥ ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ

Θεέ θαλάσσης θερμοκρασία υψηλή του θέρους.

αραβική γραφή σε διαμαντένιες αράδες:

τα βραδινά μου φώτα στο προάστιο που ανηφορίζει

αναλίσκοντας ευτυχία οράσεως.

Αυτό θα πει ζαράκιας από φτωχικό μπαλκόνι.

 

ΤΕΛΟΣ ΑΓΑΠΗΣ

Αγριεύει ο τόπος μου.

Σε αποκρούω Ελλάδα.

Η λογική σώνεται. τι

θα ακολουθήσει;

Αττική διαύγεια. τι άλλοθι!

Τέλειωσέ με Θεέ μου. Συν

άπειρο.

Τα μάτια σου τι μεταφράζουν;

Ερήμωση.

Ροκανίζω μοίρα.

 

ΜΟΥΛΕΤΑ

Δωρεάν η ζωή Φεδερίκο

Γκαρθία Λόρκα δωρεάν ο θάνατος.

Αυτό το άλικο πανί δεν έχει πάντοτες

αγαθή βεβαιότητα.

Είν’ ο Θεός που αμιγής εκτείνεται στο μαύρο

πλήρως απών ή ανεικόνιστος.

Όμως εσύ μυρόεσσα Ισπανία – της Ευρώπης θερμότητα –

τι δόξα πρόσθεσες απ’ τη λαλιά του

την άσπιλη

σ’ ανελέητο ήλιο σ’ έναν ουρανό

που πυραχτώνει διαμπερής αθωότητα…

Ισπανία εσύ αυθεντία στο θάνατο!

Δωρεάν η όραση Φεδερίκο

Γκαρθία Λόρκα δωρεάν η τυφλότητα.

 

ΝΑ ΣΥΝΕΡΧΕΣΑΙ ΣΤΟ ΩΡΑΙΟΤΕΡΟ ΜΑΥΡΟ

Με παλαιά ψαλτήρια σε υπνώδη μελαγχολία ουρανομήκη

καθώς το φρύγανο δεν αντιλαμβάνεται θνητότητα

ούτε σήψη ούτε φλέγομαι (άμα ξεραθεί) κι ακόμη

καθώς ο Οιδίποδας διδάσκει την όραση με πρησμένη ωιμένα

λογική ωρυόμενος «προτιμώ τα νέφη!...»

κι ακόμη «δεν έχω να παλινορθώσω τίποτα!...»

πάνω-πάνω καθούμενη η νύχτα στη νυχτοσύνη

κι ανασύρει τα άστρα

μεσ’ απ’ του άπειρου τις ωοθήκες (ηδονή και οδύνη)

κι όπως ένα τροχαίο μνήμης θανατηφόρο χαντακώνει για πάντα

την Ιοκάστη κ’ η μοίρα πυρπολιέται από τρόμο

κι όλο το Σύμπαν αποβαίνει Δυσφωνία –

με παλαιούς φιλάγαθους αυλούς κι αγριόνυχα κεκραγότα

παγαίνουμε προς το ακάτι του Μενίππου παγαίνουμε

με ή χωρίς ναύλο παγαίνουμε.

Ο νους απέρχεται πεπτικά στην αγάπη

κι αν έχεις ωρέ καμιάν έχθρητα βάλε στη θέση της

ένα όμικρον.

 

ΟΠΤΙΚΟΣ ΛΩΡΟΣ

Ενάντια στη βρώση και στην πόση

- βαρέθηκα! –

ενάντια στην παχυλή ρητορεία των πραγμάτων

ορνιθεύομαι όνειρα πάνω στ’ αβγά του Μέλλοντος.

Δεν τρώω χώμα ωσάν τα λαϊκά παιδιά στο Δημοτικό

που τα ’βλεπα και ένιωθα έκπληξη.

Είμαι θεόθεν αριστοκράτης.

 

ΤΟΝ ΟΥΡΑΝΟΝ ΑΝΕΩΓΟΤΑ

δίχως αέρα για να πετιέται στα ύψη

το περιλάλητο νερό αναβλύζοντας αντιστρόφως

από πάνω προς τα κάτω. Μη αιτιώδης φαντασία.

Το σώμα δεν είναι η μόνη πραγματικότητα.

Συνεπώς αποπάτησε τη φαινομενικότητα.

Η αλαζονεία φυτρώνει από κάτω προς τα πάνω.

Κι αν είμαι τίποτα, αισθάνομαι τυφλός

που περιγράφει στο ακέραιο

δίχως ίχνος εαυτού την πενταίσθητη χαρμολύπη.

 

ΠΡΑΞΗ ΜΟΝΑΧΟΥ ΜΟΝΟΧΙΤΩΝΟΣ

Κάποια όνειρα που βλέπω, μ’ αρέσει ναν τα διηγιέμαι. Τι είδα χτες. Ένας ερημίτης κόβει λουλούδι και λέει στους μαθητάδες ολόγυρα: «Βλέπετε τίποτα σ΄αυτήνε την πράξη;». Ο ένας λέει πως είναι αγάπη για τ’ άνθη και ομοίωση μαζί τους. ο άλλος λέει πως είναι η μη-συνείδηση και τείνει σε κινήσεις μη-χρησιμότητας. ένας άλλος αποκρίνεται πως ήτανε μια ανάπαυλα της αγιότητας. Ο ερημίτης πάει στο μίσχο, δένει το λουλούδι με σπάγγο, λέγοντας: «Ήτανε μια πράξη εξουσίας». Και έμεινε άφωνος έως θανάτου, κατά το όνειρο που είδα.

 

ΨΗΦΙΑ

α. – ο ήλιος αύριο ανατέλλει.

μόλις βασίλεψε σήμερα

 

β. – εκτείνω το χέρι κι αντί για έκταση χρόνος

 

γ. – ουράνιος χορός από δεκάδες πουλιά.

η όραση μου χορεύει

 

δ. – άφαντος από φαντασία φανερόφιλος.

 

ΠΑΥΣΗ ποιήσεως

Ακήκοα βροχές ατέρμονες και καταιγίδες

με πλατυφρένεια

στις ευτυχίες του χαλασμού δαιμόνιος

από ερεβώδη μαλθακότητα.

Στο έπος Μαχαβαράτα ο πόλεμος αναλάμπει

ωσάν Θεία Λειτουργία

όταν ο Arjuna σιτίζει την παλικαριά

με όραση του Krichna.

 

ΓΙΓΝΕΣΘΑΙ

Εγώ δεν τα βλέπω τα αντικείμενα όπως

είναι. τα οραματίζομαι.

Βλέπω κρεμασμένη μια κόκκινη πετσέτα.

Εγώ δεν πρόκειται να πω αυτή την πρόταση.

Εγώ θα πω κάτι αστάθμητο. ίσως το αίμα

του Θεάνθρωπου

από σταυρό να χύνεται.

Πηγάζω από ηλιθιότητα. δυσφορώντας

να είμαι έξυπνος.

Τετέλεσται. μιλώ απ’ το υπερώο

της Ελλάδας.

 

ΞΥΠΝΗΤΗΡΙ

Κάθε φορά που θα με πιάσει ο ιώδης ύπνος

- τι μαθηματικότης!-

ακούγεται ξάφνου ανατρεπτικά φωνή βοώντος: όχι.

Τούτο θα πει λαγνεύω στα υπερουράνια

τούτο θα πει αιθρίασε ο νεφεληγερέτης

αυτό σημαίνει εγρήγορος ύπνος.

 

ΥΨΙΦΩΝΗ ΤΑΡΑΧΗ ΣΤΟΥΣ ΒΟΥΒΩΝΕΣ

Τότενες ουρανόθεν ο έρωτας / ήτανε βραδάκι /

με τ’ αστέρια του σκότους αγάλματα σπινθήρων

ένας ανώγειος αφροδισιασμός που κατέρρεε συνέχεια

ώσπου ακούστηκε ψηλά ο συγνεφοσυνάχτης

κι άρχισε ο δικός του ο κατακλυσμός που έσκουζε

λαγνικός απ’ άκρη σ’ άκρη.

 

MISSA BREVIS (προβλεπόμενο σύνολο στίχοι 44)

α) Ιησούς δεν υπάρχει

β) ούτε μάλλον υπήρξε

γ) πλην ενυπάρχει

δ) και επωμίζεται

ε) γράφεις ποιήματα

ς) χύνω ποιήματα

ζ) η θάλασσα η χαλύβδινη

η) άλλο ύλη κι άλλο υλισμός

θ) θήραμα βλέμματος ο θεός

α ν α π ν έ ο υ μ ε

 

ΑΫΠΝΟΣ ΟΝΤΑΣ

ακούω απ’ έξω τους πρώτους

ορθρινούς βηματισμούς οι εργαζόμενοι

πάνε.

Κι αποσώνει το φλόγισμα της νύχτας

με καυσόξυλα-λέξεις

από στήθους όλως αποτεφρωμένα.

Τίποτα δεν εκφράζει αποκαθήλωση.

 

ΜΥΘΟΣ ΜΕΛΑΝΟΜΟΡΦΟΣ

Τα έντομα δεν είναι μελοποιοί

πρωταγωνιστούν εκείθε στην άνθηση.

Τ’ αστέρια δεν είναι ελπιδοφόρα

χειροτερεύουν επίσημα στου Σύμπαντος

τη διαστολή.

Κάνετε τόπο στο μαύρο δεν είναι πενεστεία

είναι ο βραχμανικός πλούτος

το πρώην μη-χρώμα το νυν χρώμα το εσαεί

παντοδύναμο.

Δεν είναι σκλάβος; ο πενέστης του φωτός

το μαύρο; είναι ο ύπνος του έρωτα;

Το μαύρο δεν είναι κέντημα είναι εξουσίαση

καταλεί τις μορφές-ακουαρέλες.

Αλλά και λάδια να ’τανε το μαύρο ξέρει

τις ανυπαρξίες.

Αλίμονο σας πτωχόμουσοι!

 

ΠΑΡΟΥΣΙΑ

Μαζί σου επαλήθευσα την καμπύλη

σε γενετήσιες εξάρσεις

με συνένοχη τη γεωμετρία του Σύμπαντος.

Πόδια λαγόνια – σε σωματική επανάσταση.

Για σένα το λυρικό απόγευμα Εύα.

Μαζί σου επαλήθευσα τη Φυσική μου

με χιλιάδες κλειδοκύμβαλα με ανάερα

φλάουτα

ροκανίζοντας ειμαρμένη κι απουσία.

Εύα φρυγική κι απροσφώνητη ευτυχία

του μαύρου

σε συντροφεύω στην αιωνιότητα του εόντος.

 

ΠΛΗΚΤΡΑ

Θηλάζω θεότητα / εμένα θηλάζει /

διασκεδάζω την αγάπη κατασκευάζω

το μίσος –

αποστρέφομαι ενοράσεις και επιπολάζω –

μέγιστον άθυρμα

 

ΚΟΚΟΡΟΓΑΪΔΑΡΟΣ

Αντιμετωπίζω σήμερα λάμψη.

δεν πρόκειται ν’ αρθρώσω λέξη.

.......

Αύριο έγινε το εξής

έβγαλα τα άμφια

κοίταξα προσεχτικά τα χέρια μου

πρέπει να σηκώσω το ένα σε ηγετική

χειρονομία/είπα/

κρώζοντας: Πάντα προς το παράφορο!

νιάτα συνέχεια!

Έγινε το εξής

δεν είμαι τυμβογέρων/είπα/

δεν έχω το 'να πόδι στο λάκκο.

εγώ κραδαίνω νιάτα!

Θα σου φυσήξω φλόγα μελανοκάνθαρε!

Αύριο λέξη μητρική

πορνοδύτης πορνοκόπος πορνομύστης

πορνοσκόπος πορνΩμέγα

κι αγριόχορτο ξερό ξανθομαλλούσα Ρένα

στο δάσος – τι χυσιματάρα!

 

Ο ΘΕΟΣ ΕΙΝΑΙ ΠΑΝΤΟΤΕ ΣΤΟ ΠΛΕΥΡΟ ΜΟΥ

Φωτιές της Μεγάλης Πέμπτης. Έρημη φρενοβλάβεια λέει πως έρχονται τάχατες οι αποθαμένοι και ζεσταίνονται... Τι θαύμα αν εάν αυτό  γινότανε! Χρωματιστά μαντίλια σφοχτοδεμένα στον Εσταυρωμένο. λουλούδια χαιρετίζουν εκτυφλωτικά το εύοσμο αίμα: θερμόμετρα στου Ιησού τις αμασχάλες. Αντικρίζω ηδύγλουτες οπτασίες του ωραίου φύλου. δεν απολάμπει τίποτα πιότερο μέσα σε τόσο θυμίαμα. λαμπαδιάζουν έωλοι οι ψαλτάδες. ο χώρος αντιμάχεται την ολισθηρή αιτιότητα. Όλα είναι κρέας κι οδύνημα ηδονής. επιχέουσα λάμψη. Κι όμως απ’ έξω ύστερα διαύγειες από γομολάστιχα. Πότε ν’ ακούγετ’ ένα γέλιο σαν ατμάκατος. πότε να υποσκάπτει τα διάχυτα μύρα. πότε τραχύς κρουνός βλακείας το γέλιο και πότε ωσάν χέσιμο.

 

ΠΡΟΣΕΥΧΟΜΕΝΟΣ ΡΑΚΕΝΔΥΤΟΣ

Ω Δία ερωτύλε που νεφελώνεις αιμάσσοντας

το ανδραγάθημα μηδενικού βλέμματος

αντίκρυ σ’ ομορφιά κι ασκήμια

μάστορα του κακού μ’ ένα καύμα έως του στήθους

με ημικύκλιο μυαλό για να μη μάθουμε ποτές

αν πράγματι ισχύει ο κύκλος

μέσα στο γνόφο της Μικρογένεσης που διασπαθίζει

πιθανότητες

ω επιφανέστατε των αστεριώνε, χαρτορίχτρα!

 

ΜΙΣΟΣ ΑΙΩΝΑΣ ΑΠΟ ΜΝΗΜΗΣ

Α, όταν χτυπούσα στις πέτρες τα καινούργια μου

παπούτσια για να φαίνονται παλιά...

Δεν ήθελα να διαφέρω απ’ τα πολύ φτωχαδάκια

συμμαθητούδια.

Και με πάθος τσαλάκωνα τα καινούργια μου

ρούχα.

Έκτοτε στην παιδική μου όραση έλαμπε υπεράνω

η κομουνιστική μου συνείδηση.

Μα όμως ο κόσμος δεν τα χει καλά με την ύλη

και λαιμαργεί σε βάρος της

(ακρυλική μυστηριώδης αστραπή και μανιφέστα).

 

ΔΙΑΧΥΣΗ ΕΓΧΟΡΔΩΝ

Εννοούσα δυστυχία

λέξεις: οι τρύπες του κλαρίνου

δεχόμενος αγγελισμούς ανάμεσα

και ιδέες

φοράδες με κόκκινους ιδρώτες.

 

Ο Marx...

αποθυρώνει τον κύκλο. ο Nitzsche τον σπιτώνει. Τα φονικά λουτρά του Αγαμέμνονα και του Marat δεν καταδέχονται φιλοσοφία. οπουδήποτε λάμπουν από λύσσα η Κλυταιμνήστρα, η Charlotte (η μικρανιψιά του ποιητή Corneille, που εκτελέστηκε την ημέρα των γενεθλίων μου, 17 Ιουλίου). Στο χειρόγραφο έβαλα φωτιά και έτσι κάηκε ολάκερη η γνωσιμαχία. Κάποια σελίδα όμως τυχαία ολίσθησε στις φλόγες και μισογλίτωσε. Κι απ’ αυτήνε την καψαλισμένη σελίδα τώρα ξεκόβω λίγες άθλιες αλήθειες.

 

ΜΥΣΤΗΡΙΩΔΗΣ ΑΚΟΛΑΣΙΑ ΜΕ ΛΕΞΕΙΣ

Μηδία Περσία Παρθία Βακτριανή.

Από τότενες έλεγα: η Φυσική; μικροψυχία!

- στο φαρμακείο της ύλης ουρά κι αναμονή.

Αλεξάνδρεια Σελεύκεια κι Αντιόχεια

Λαγίδες είτε Σελευκίδες όλοι στου μηδέν τα βρόχια.

 

ΤΟ ΣΥΜΠΑΝ ΚΑΙ ΚΑΤΙ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΟ

Μέσα υπάρχει το Όχι. έξω κοχλάζει το Ναι.

Πρωτόλειο βίωμα η εξωστρέφεια και η αρχάρια

στην αρχαιότητά της καθημερινότητα.

Καλός ο χειμώνας κι ας είναι πυροτέχνημα

το έαρ

καλή και η άνοιξη κι ας είναι μέγας πόθος

τα καύματα του θέρους

αγαθό καλοκαίρι κι ο ιώδης χυνόπωρος.

Να ξεμελαγχολήσεις.

 

ΝΕΑΡΟΣ ΜΟΤΟΣΙΚΛΕΤΙΣΤΗΣ ΑΚΑΡΙΑΙΟΣ

Μόλις που είχα μάθει τα χρώματα

φτερούγιζα στην άσφαλτο τους πανικούς μου

μόλις που είχα μάθει τον ήλιο ξημερώματα

τη θάλασσα τον έρωτα και τους απελπισμένους

μόλις που μόνος άρχιζα τους καημούς μου

φτερουγίζοντας ωσάν χαρταετού

κορδέλες τα διάτορα μαλλιά μου

τη νύχτα μόλις που την είχα διδαχτεί

με βεγγαλικά και λαϊκούς αγώνες

δεκάξι χρόνων κόπηκα στις εξετάσεις

κόπηκα στο άπειρο.

 

ΑΜΕΣΗ ΔΡΑΣΗ ΤΟ ΠΟΙΗΜΑ

Όταν απομένω δύστυχος και μόνος

αναπολώντας έρωτες τιμωρημένους

ή

μαβιά στο ηλιοβασίλεμα εννοιολογία

τότε πιάνω δουλειά στη μηχανή μου

χτυπώντας τα πλήκτρα με μουσικότητα

σχεδόν ανέστιος από φωνήεντα κι άστεγος

από σύμφωνα

γνωρίζοντας εξοντωτικά τη ματαιότητα

συγχωρώντας απίθανες γυναίκες

οπού χαίρονται την άσπιλη απουσία μου

χαρισμένες ηλίθια σε χαμαι-συνείδητους.

Εντούτοις εγώ διαλάμπω και τυφλώνω ορατά

την αμφίστομη μνήμη τους.

άμεση δράση το ποίημα. Όμως άλις έχω

του δυστυχείν.

Επομένως ηχογραφώ το άπειρο.

 

ΑΠΟΚΑΛΥΠΤΟΜΑΙ ΧΩΡΙΣ ΑΝΑΓΚΑΙΟΤΗΤΑ

Σελήνη με διατρέχει.

Εάν υπάρχω τα εννιά μου δέκατα

είναι λυκόφως.

Ο Ιησούς δεν είχε. ο Απόλλωνας είχε

φωτομνησία.

Λοιπόν. είναι τώρα περίπου μια βδομάδα

ή και πιότερο

που αποπάτησα θεότητες.

από κάθε σημείο του νεαρού ορίζοντα.

Ολάκερη ζωή δυσκολεύομαι μυθοκράτης

κι ανυπόφορος αγαπήθηκα.

 

ΏΣΤΕ

πως η νεόνυμφη λαλιά σου

χειμωνιάζοντας

ανέφελα

σε τεμάχια κόλασης

έρρινος

πυραχτωμένος από ουράνια στύση.

 

A + A = A

Δική σας η λογική.

δεν τη διεκδίκησα.

 

Ο ΑΡΙΘΜΟΣ 7

Φρενοκρουσμένος αποσύρομαι να εξηγήσω

τρώγοντας ανθότυρο

μια μυστηριώδη σημασία

κατάμεσα στην ύλη που παραφωνούσε

πάντοτε στη Φυσική

τρώγοντας μαζί με το τυρί πικρούνες

του Σεπτού μας Επτά.

Λοιπόν αισθάνομαι πως είναι τέσσερα συν τρία

- ο ουρανός ακολασταίνει και η ύπαρξη

στα όντα διαρκώς ασθμαίνει –

νερό κι αέρας η φωτιά και η γη τα τέσσερα

συν τρία

η ψυχή το σώμα πρώτα κ’ η διάνοια

που ειπώθηκε Νους και Λόγος

ειπώθηκε Ομιλία και Intellectus άλλοτε.