ΔΥΝΑΤΟΤΗΤΕΣ ΚΑΙ ΧΡΗΣΕΙΣ ΤΗΣ ΟΜΙΛΙΑΣ

ΣΚΑΒΟΝΤΑΣ ΜΕ ΤΗΝ ΑΞΙΝΑ ΤΟΥ ΕΦΗΜΕΡΟΥ

Πρόοδος είναι να επιστρέφεις από νοημοσύνη

να πίνεις το νεράκι απ’ το βράχο

με νεολιθική ωριμότητα με ανώγεια μάτια.

Η ορμή μου σε πρόβλημα η καρδιά μου σε θάμβος

τανυσμένος ολούθε

στην πλατειά πολυμέρεια ο απείθαρχος Νόμος

καθιστός ωσάν ξόανο

ο δράκος

που φυλάσσει το νερό

ενάντια στη δίψα (στέρεμα θα ’ρθει)

οι κλειδώσεις του άνθους.

 

Η ΕΝΑΣΤΡΗ ΦΩΤΟΓΕΝΕΙΑ

Ο άνθρωπος που εισόρμησε πια στην απώτερη θλίψη

με δίχως έστω ένα τριαντάφυλλο

μ’ εκείνα τ’ ακατέργαστα στην ώχρα μεινεσμένα μάτια

στο μισοσκέπαστο ερημόκκλησο σέρνοντας

τη μεγάλη ανάπηρη σιωπή στο καροτσάκι της ομιλίας

ανέκαθεν ήξερε την άσωστη κατάσταση –: πως είμαστε

καθημαγμένοι ερασιτέχνες του Πραγματικού

μ’ ένα μυστήριο που βεβηλώνει τη διάνοια διχάζοντας

πριν η δορά της θάλασσας σηκώσει το ανάστημα του Άδη.

Πολύκρουνη η θύελλα σπάζει τα ματογυάλια της

κι ο μέγας τρόμος αδράχνει τα μελλούμενα

σχηματίζοντας αποστήματα στη μνήμη.

Κατάχαμα της ασίγαστης σιγής ένα κινούμενο

κειμήλιο-σκουλήκι.

Η ζωή που μικραίνει: η μεγάλη αλήθεια.

Στον οπού πιάνει το τσαπί γίνεται τσάπισμα

στον οπού πίνει το νερό γίνεται πιόμα.

Έρχεται έαρ αειπάρθενο προφέροντας αρώματα

κρατεί με μια κατάμαυρη λεπτότατη κλωστή

στα ύπαιθρα της νύχτας

το σημείο του γκιώνη που ειν’ άγνωστο σήμερα.

 

ΣΥΝΤΟΜΗ ΜΑΓΝΗΤΟΦΩΝΗΣΗ

Το φεγγάρι κατευνάζει κάποτε

συνήθως όμως αναστατώνει

θρασύνεται διαστέλλεται στη λαγνική

του μαύρου κοινοκτημοσύνη.

Γιατί να μας εφευρίσκει ο θάνατος;

Ερείπιο από ναυτία, γιομάτος καρβουνόσκονη

κι απόκληρος εγώ από άνηθο

στα ανοιχτά της απελπισίας

αιμάσσοντας ακατάπαυστα

μεσ’ στη διάνοια-νοσοκομείο

(θυμάσαι τ’ αγριόχορτα

την ιταμή τους αδράνεια

θυμάσαι ω Μελάμφυλλη τα υδραργυρικά μας

μεσημέρια σαν του Ζόφου κατώφλια…).

Θα την κάνω λαμπερό την απόγνωση μάρμαρο

τη ζαριά μου θαν τη ρίξω στην ανέραστην άβυσσο

χαρίζοντας τις εξάρες μου

στην Άφαντην Αγριότητα που μ’ έφερε

σ’ αυτό τον κόσμο-μπαλτά που κατακόβει

τη φουκαριάρα μοίρα μου ωσάν

τρυφερό χοιρομέρι.

Καταχωνιάζομαι

καταστροφή

κατάμεστη

καταδίκη.

 

ΡΑΔΙΟΦΩΝΙΚΟΣ ΤΙΤΛΟΣ

Χοάνη μαλθακής μελαγχολίας

- η κλειδαριά στην όραση -, ομίχλη

κουκουλώνει απάνθρωπα τις αραβικές

αμνάδες μιας ανώτερης λογικής

τα θάμνα οπού τα πιο αυτοκρατορικά ζωύφια

ψηλαφούν ερωμένες με νυσταλέα βυζάκια

στραγγαλίζοντας άσπρο χαρτί και φόνισσες

γαλακτώδεις προσωπίδες

ανάμεσα στου πόνου τα τιμάρια

σε ιδιόκτητους ορίζοντες.

Αυτήναι η απαστράπτουσα στον έβενο της Φυσικής μου

με τα πικρά μαλλιά της Αλληγορία

η άχραντη στο νου μου κατακραυγή:

η θαλπωρή-γουρούνα το τίποτα.

 

ΡΥΜΗΔΟΝ Ή ΚΑΠΩΣ

Μου φαίνεται πως είμαι στου φωτός τα πρόθυρα

τρισέρημος από σπίθες του μέλλοντος.

Λατρεύω την απόλαυση βυσσινιά, τη στύση μέσα στο ρόδο.

Σα να ’χω πάθει λεκτική αφυδάτωση σα να ’χω

ξεράσει βοερά στην αχραντοσύνη.

Δεν είναι τρόπος ετούτος να αρρωσταίνω στα ύψη μου

πλήρης από ένδοξη υγεία.

Λαλούν καμπύλες σήμερα μ’ αρώματα

στη φλογισμένη κόλαση της αφής μου

στο θαλερό κι απόλυτο κορμί σου ω Ανώνυμη

τέτοιος θρίαμβος

και του ορθόστητου λαιμού σου το γλυπτό

λες από ύλη κάτασπρου αγγέλου.

Δεν ήξερα τον έρωτα έτσι τραγουδιστό κι αρωματάρη

το βόγγημα του γαλαξία ωσάν ένα

κυμάτισμα λευκότητας. Από πότε

γνωρίζομαι εγώ με την όραση;

Είμαι στο τέρμα του μυαλού μ’ ένα χαμόγελο

κρεουργημένο.

Είχα δύο-τρία σύγνεφα στα χέρια μου δεν τα ’χω

τα θεϊκά κουσούρια της θάλασσας αγναντεύοντας

κι αυτό ψηλά κατάντικρυ

το πλαδαρό φεγγάρι που σεληνιάζεται (τι πάθος)

απόψε ειν’ ορείχαλκος και παρακμάζει καμπουριάζοντας.

Τι είναι τούτος ο αγέρας, βιολονίστας;

τι ειν’ ο θάνατος ανήμερα στη ζήση;

Κανένας πεθαμένος δε μετέχει στα τριαντάφυλλα

κι ας λέμε -, η γερόντισσα του ερχόμενου αιώνα

η νιόπαντρη χημεία το ξέρει

χορταριάζοντας αλλιώς τους τάφους.

 

Η ΣΥΝΗΘΕΙΑ ΝΑ ΛΕΩ ΚΑΤΙ

Πως θα νιώσουμε τη γεωγραφία χωρίς τις πρωτεύουσες

(εγώ, κύριε, τη διασκεδάζω την αποτυχία μου στην ύπαρξη)

νομίζω όμως πως ο χάρτης αγνοεί τα μοιρολόγια μας

τις πεπτικές διαδικασίες των αγαθών μουσουλμάνων

(ε, δεν τη φανταζόμουνα μια τέτοια φράση)

λέγε καημένε τι στοιχίζει μετά θάνατον η ομιλία

τι να τρων τον Αισχύλο τα σκουλήκια

τι το Λάμπρο Πορφύρα…

Για κουτούς η δόξα ψάχνει για κλινήρεις του πνεύματος.

Τι ειν’ ο ίδιος ο Σαίξπηρ αγνάντια στους άγιους

οπού κρατούν αγκαλιά τους τις κορφές στα Ιμαλάια…

Στο ανύπαρκτο κατατείνω

αδιάφορος κι αναντίρρητος.

 

ΣΥΝΟΛΟ ΦΙΛΟΔΟΞΙΑΣ

Καθώς ο νους μου στήνει τη βροχή στα πόδια της

αναπνέω καπνίζοντας κι αναστοχάζοντας

τα θεόρατα λείψανα των άστρων επισείοντας -:

ο γούργουλας του κόκορα ειν’ αριθμός

και έχει μέτρηση μα η κόλαση δεν ιδρύει παπαρούνες.

Τώρα να ιδούμε τι είναι τα ποιήματα. Ο θάνατος τα βόσκει

κι αυτά τα μαύρα μηρυκάζουν ένα χόρτο απόρθητο

που ειπώθηκε στήθος.

Ένα πλήθος καθάρματα στη σκοτεινή βιβλιοθήκη

τα ποιήματα.

Μαβιά προς το σούρουπο κι απόμερα κούτσουρα.

Συνάντησα σήμερα στην όραση περπατώντας βουναλάκια

μιαν εκκλησούλα μεινεσμένη χούφταλο.

Η αλήθεια προκύπτει στο δρόμο, ειν’ ολάξαφνη -:

τάφος δεν υπάρχει που ν’ αληθεύει

στις αλώβητες εξισώσεις.

Το μέλλον είναι μια μορφή ταλαιπωρίας του παρόντος.

(Ας με μισήσουν τα πεθερικά του τα Ιδεώδη.)

Αγνός που αγνοήθηκα κι απόμεινα

στης νύχτας το μοναχικό σκοτάδι που ξεγράφει...

Παμβώ Πενήτων η Πληθύς Παυσίλυπος και Παπυρίνος

προβλέποντας όπως ο εν τω φρέατι νυχθημερόν το χώμα.

Θυμηθήκαμε μαζί με την Πάλλευκη

τα κυρτώματα της αγάπης θυμηθήκαμε

την έρημη ξερολιθιά οπού σωρεύει μονορούφι τη σαύρα

στην ακόλαστη του πανικού χαραμίδα.

Πρόλαβα τ’ άνθη κι απ’ τους ανέλπιδους όπως τ’ άνθη

μαθαίνω τη βαθειά ζωή και δικαιώνω του Οιδίποδα

τη γενετήσια τυφλότητα.

Ο ουρανός τανύθηκε λιγάκι κι ο ήλιος

με έδειξε να πορεύομαι μόνος προς την άγρια σκέψη.

 

ΣΤΑΘΜΙΖΟΝΤΑΣ Ή ΚΑΠΩΣ ΕΤΣΙ

Παράξενο μα η ζωή αστράφτει περισσότερο πιστεύω

στην εξαθλίωση

λεπταίνει ο χρόνος, εξοντώνει η πικρή πολύφυλλη απουσία

τα δευτερόλεπτα στα τέρματα των αριθμών ωσάν μικρόβια.

Ήτανε, λέει, δουλειά μας η ποίηση κι αφήναμε την αλήθεια

να τρέχει απ’ το χαλασμένο καζανάκι.

 

ΤΟΝ ΥΠΝΟ ΚΑΤΑΣΚΕΥΑΖΟΝΤΑΣ ΑΠΑΝΩ ΣΤΑ ΒΛΕΦΑΡΑ

Σαν ποταμός απ’ το βουνό που παλαβώθηκε

μετά την έξαλλη καταιγίδα

τις τρομερές του Ζόφου πιστολιές

τους βαρεμένους κεραυνούς του

την καρδιά μου την έδειξα φωνάζοντας:

- Αχ να ο κόσμος στα βρεγμένα πέρατα

μετά την έξαλλη καταιγίδα

οπού σωριάστηκε ο έρμος μοσκολαβωμένος.

Βλέπεις; - μια τρίχινη βροχή

τώρα την έξαψη του διώχνει

και τα γεράκια δρέπουν τ’ άμοιρα πουλιά

στο χάρο από χιλιετίες χιλιάδων αλυσωμένα.

 

ΤΟ ΤΙΠΟΤΑ ΠΡΟΠΟΡΕΥΕΤΑΙ ΚΑΙ ΕΠΕΤΑΙ

Διαβάζοντας απ’ το τέλος – ανάποδα –

προς την αρχή – κατάντικρυ – την αλήθεια

μαστορεύουμε ανέκαθεν το μέγα ψεύδος.

Μια βάρκα πεθαμένη στης ερημιάς τ’ ακρογιάλι

(τα θλιβερά της κόκαλα).

Μάθε το σύγνεφο -: ποτέ του δεν αντιτάχτηκε

στην αιθρία κ’ η καταφρόνια της αιωνιότητας

από μόνη της οδηγεί στο πράγματι αιώνιο.

Στροβιλίζομαι ανάμεσα σε στυφά φθινόπωρα

ερεθίζοντας μια βλακώδη ανάσταση.

Τα μούσκλα δεν τα ’χα πει κάποτε ποιήματα

ελάσσονα του φυτικού βασιλείου;

Τα ’χα πει κάποτε μα σήμερα τη σβήνω την αράδα.

Όνομα μεσ’ στο στήθος δεν υπάρχει. Κι όμως

το σώμα της φωτιάς ανεμοσάλευτο

με φλόγες λουλουδίζοντας αναταράζει

τα συμβαίνοντα κι αυτά συγκλονίζουν

ένα παράξενο σύνολο που δε βρίσκει ανάδοχο.

Στα μάτια μας του παγωνιού το άλλοθι:

η φλύαρη ουρά του χασμουρήθηκε.

Στίχοι και στίχοι – λαμπυρίθρες στ’ ουρανού το κάρβουνο.

Βλέπεις; Ο έρωτας του ήλιου με τη νύχτα: το φεγγάρι

τουμπανιάζει το αίνιγμα.

Υπάρχει άραγε σχέση ευγνωμοσύνης ανάμεσα

στη χαρμόσυνη μέλισσα και σε ένα λουλούδι;

Παρωδία της άχραντης διάρκειας ο χρόνος

κορσέδες τα δευτερόλεπτα.

 

ΓΡΑΦΟΝΤΑΣ ΕΚΔΙΚΟΥΜΑΣΤΕ ΤΑ ΠΡΑΓΜΑΤΑ

Μαύρη εκδίκηση ... (κορνάρισμα στο γάμο του Καραγκιόζη).

Πενθήμονας αναπνέω πάλι καπνίζοντας.

Θα ’λεγα όμως στο σκοτάδι μεγάλο προνόμιο -: τη νύχτα

ειν’ όλα ανοιχτά τα ερωτήματα.

Στην αλήθεια δεν υπάρχει ωράριο, δεν κατεβάζει

τα ρολά της.

δεν κλείνει τις Κυριακές ή τα Χριστούγεννα.

Χτες το θυμήθηκα πως οι λέξεις τα μαύρα μας αγγελούδια

(οι αμέτοχες στον έρωτα ιερόδουλες) λικνίζονται

σαν ασέβειες πάντοτε.

Γοερότητα μέσα μου της ανέπαφης σιγής και το στόμα μου

αγαλλόμενο βάραθρο που συντρίβομαι

πάνω σε στίχους αρμαθιές (τα νεφρά μου στο απόλυτο).

Θα ’θελα δίχως φωνήεντα τους βραδιάτικους καημούς

να ρημάξω

τα χιλιόχρονα βάσανα. Ω βραχύβια

μύρα του έαρος εσείς των λέξεων όλων ακατάδεχτα...

Τι ειν’ η τόση λογική; δεν είναι μια πετυχημένη

παραφροσύνη;

Στο κάθε πυροτέχνημα η νύχτα, νύχτα ξαναμένει

χαρίζοντας στα χέρια μου σπαραχτικό τσεκούρι της αγάπης

τα όνειρα: ξερόκλαδα στην ερημιά κ’ η θάλασσα

το άσυλο του τίποτα, σκυλί με μπλάβο αίσθημα

κουρελιασμένο.

Έχω καρδούλα νηστικιά βλογιοκομμένη ελπίδα

(πότε το ’λεγα;)

σήμερα δεν το βρίσκω στην αθώα της μνήμης μου

βαρβαρότητα.

Μα όμως να την η γυναίκα η κατάφυτη

η λαμπισμένη από σπίθες στα παράκρημνα του έρωτα

οπού της άρεσε να βουλιάζει παντέρημη κι αμάχητη

σε κυματώδη νυχτικά σαν αερόστατα ουρλιάζοντας

«κάνε με δίχως γυρισμό στην κόλαση να φτερουγίσω».

Τ’ ακούω (κλαίει λυπηρά) το χαροπούλι

μα έχει στο θεό σας εντολοδόχους ο θάνατος;

Εμένα είναι το μυαλό μου γιαπωνέζικο.

 

ΑΝΑΦΕΡΟΜΑΙ ΣΤΑ ΛΕΓΟΜΕΝΑ ΥΨΗ

στην αγχώδη μου έλλαμψη που βόσκει ανάμεσα

σ’ αυτή την αιωρούμενη ανάσταση της σκόνης

ανηφορίζοντας από κακοτράχαλα χώματα

σε κάτι ρόμβους νοερούς επιμένοντας ολομόναχος

τις γοερές να ξεκοιλιάζω γουρούνες: τα έκφυλα σύγνεφα

με μια παμπάλαια χακί ντακότα την ποίηση

στα ύψη στο αγέρινο σκυλάδικο

που φωνασκούν ερίζοντας χυδαία τ’ αστροπελέκια.

Τα πόδια μου δεν είναι πια στα κάθετα χιλιόμετρα

η νηστική αρχαία μου φιλοδοξία

τα μουσικά μου μαθηματικά διανύοντας

(θυμάμαι από δω-πάνω τους καλοκαιριάτικους δρόμους

τις ρόδινες εκείνες φτέρνες των γυναικώνε να ξεχειλώνουν

επάνωθε σε κακορίζικα ξυλοπάπουτσα)

στα ύψη τ’ ακοινώνητα όπως ο μαύρος κι άραχλος πεθύμησα

ν’αδράξω με τ’ αριστερά μου δάχτυλα

της θεότρελης αστραπής τη γρήγορη γεωμετρία

πιάνοντας το μπατίρη ουρανό (κι ας λένε...) απ’ τα κέρατα:

Το Σείριο και τον Αντάρη τον αποτρόπαιο

λιανίζοντας το ύψος ανεχόρταγα

με μια παμπάλαια χακί ντακότα την ποίηση.

 

ΦΟΒΕΡΟΣ ΑΠΟ ΜΕΙΛΙΧΙΟΤΗΤΑ

Φεύγω απ’ το στόμα μου φεύγω απ’ το μυαλό μου

δεν έχει όρια η κωμωδία της γλώσσας

τα διάπυρα σημάδια του Δήθεν εντειχισμένα στο στήθος.

Φεύγω απ’ τα χέρια μου φεύγω απ’ τη στύση

διατρέχοντας ηχηρά το νευρικό μου σύστημα

είμαι σαν άκοπο βιβλίο που πάλιωσε

στα μαυρισμένα ράφια της θεότητας

διαθέτω μονάχα την Άνοιξη διαθέτω τ’ αστέρια

είμαι άλλωστε εγώ που ταρίχευσα

μαζεύοντας όσο μπόρεσα χημικό σκοτάδι –

την καθημερινότητα.

 

ΟΠΤΙΚΗ ΑΓΩΝΙΑ

Στο άρωμα ο δυόσμος ισοβίτης αποχωρίζοντας

το κοίταγμα με χάος απ’ την όραση

(ζοφερά τ’ ουρανού τα αποστήματα)

μα οι γαλάζιες υποθέσεις της ψυχής φτεροζυγιάζονται

στον εσχατιώτη που τήκεται υποφέροντας τα τέρματα.

Χιλιάδες χρόνια έρημου νερού με συντροφεύουν

(ένα κουφάρι πεθαμένης μέλισσας

ανάλαφρο μεσ’ στο λιοπύρι) καθώς η νύχτα η αστραπομάτα

χύνεται κάποτε στην πολύκροτη φωτιά στη μαύρη

νευροπάθεια

με στομωμένο κόκκινο ξηλώνοντας με φλόγες το σκοτάδι.

Ξεροστάλιαζα γιομάτος αφύπνιση παραμέριζα

τα τέσσερα στοιχεία

έβλεπα. ήμουνα. υπήρχα στην αμφίνοια συσσωρεύοντας

την άχρηστη ζωή μου μεσ’ στο κάπνισμα

δρασκελώντας την άπληστη τυραννίδα του ποιήματος

μύριζα φύκια στις ευωδιαστές μασχάλες της θαλάσσης

μόνος

εκεί που θραύεται το κύμα λυσσαλέο δίχως όρια

στον ατράνταχτο βράχο: με πόσους αιώνες τον υποσκάπτει...

Θα ναυλώσω ένα σύστημα φιλοσοφίας

για να πάω ταξίδι στα ξωτικά κείνα μέρη στα απώτερα

Λάθη.

Η κωμωδία παίζεται στο σύνολο της γεωγραφίας

κι ανελέητα η ζωή πολιορκεί

τα νεκροταφεία με μαρμαράδικα.

Πεσμένος ένας όμορφος ανάπαιστος ανάμεσα στα

κυπαρίσσια.

 

ΝΑ ΓΥΡΙΖΑ ΣΤΟ ΤΙΠΟΤΑ

Ολομόναχος αδικαίωτος κι ανυπεράσπιστος

ελεεινός από βίαιο ύψος που πάει στράφι

κάθε χιλιόμετρο μέλλον ένας βραδύκαυστος θάνατος.

Πότε θα με γκρεμίσει η ποθούμενη φλόγα στα σωθικά μου

στα φυλλοκάρδια μου η αμέτοχη λύση

η ακάλεστη διακοπή ώστε ν’ αρχίσει

αμέσως η αποσύνθεση.

Ήτανε κουβαράκι κάποτε μαζεμένος ο χρόνος

στα ιλιγγιώδη ποσοστά της αφάνταστης μικροΰλης.

Κανένας Κάλχας και κανένας οίστρος της τράπουλας –

η τύχη μας δεν είχε βγάλει τα φτερά της εντελέχειας.

Κι όμως εκεί στα έγκατα φυτευότανε δίχως νόημα

η ερεβώδης ιδιορρυθμία του θανάτου -:

αυτό που δοκιμάζουμε στο όνομα ηλικία.

Κι άλλη Άνοιξη εφέτος κι άλλη –

στη δράκαινα διάρκεια-διαλεκτική...

Κι άλλα πλήγματα στο στήθος κι άλλα

φονικά διάτορα εικοσιτετράωρα.

Στο κάπνισμα γρήγορα – να υπάρχουμε δήθεν άτρωτοι.

 

ΔΙΕΡΩΤΗΣΗ ΓΙΑ ΝΑ ΜΗΝ ΚΑΘΟΜΑΙ ΑΕΡΓΟΣ

Ποτέ στ’ αλήθεια δεν το μαθα

τι είναι τα ποιήματα.

Είναι πληγωμένα

ειν’ ομοιώματα

φενάκη

φρεναπάτη;

Φρενάρισμα ίσως;

ταραχώδη κύματα;

τι είναι τα ποιήματα;

είναι σκαψίματα;

Είναι ιώδιο; είναι φάρμακα;

είναι γάζες επίδεσμοι

παρηγόρια ή διαλείμματα;

Πολλοί τα βαλσαμώνουν ως μηνύματα.

Εγώ τα λέω ενθύμια φρίκης.

 

Ο ΕΧΕΜΥΘΟΣ ΑΝΕΜΟΣ ΑΠ' ΤΑ ΥΨΩΜΑΤΑ

Βάζοντας τη φτέρνα του ενός ποδιού στη μύτη του άλλου

ειρωνεύομαι συνήθως το περπάτημα

την αμοίραστη σκέψη κατορθώνοντας που δραπετεύει

μόνη της

απ’ του καιρού τα αναρίθμητα, του χώρου τα ειωθότα.

(Θα πρεπε να προσθέσω ίσως πως ο άνεμος εμποδίζει το κέρδος.)

Εγώ τη ζωή μου την έχασα κι αυτό ειν’ η άρρωστη

κουλουριασμένη μου ευτυχία.

Είναι μια φράση τούτη που σήμερα την ξελεπιάζω.

Τα επίγεια λέει κάπου ο Ιησούς – και τα επίγεια -,

συντρίβοντας τους πλαστούς ουρανούς ανάμεσα στα άμφια.

Για σκέψου το καλά -: ο θάνατος ν’ απόκειται στην άνθηση

να γεύεται τη γεύση μας μυρίζοντας τέτοια ζωντανίλα...

Σιχάθηκα τους στίχους τα βοερά σκάνδαλα των λέξεων.

Εσύ δεν είσαι ο νυμφίος της διάνοιας ο προικοθήρας

(του όντος η εξεύρεση)

κάτι ορέγεσαι εσύ να απαστράπτει κρεμάμενος

απάνω απ’ τους λαίμαργους κρημνούς της ορατότητας

την έμμονη σκια σου γυρεύοντας από χάμω ναν την ξεριζώσεις

οπουδήποτε στην κίνηση ή στην ευλάβεια δίχως εκκλησία:

τη θρυμματίζουσα τον εαυτό της ακινησία.

 

ORA ET LABORA

Βουρ στα ζωύφια λατινικά.

Παναγία θεοτόκε νοικοκυρά μου

μη μ’ αφήνεις ανυπεράσπιστο στα σκυλιά

με τόσες όμορφες εικόνες σου

σ’ αυτό το σκουπιδότοπο (στο ύψος Παρθενώνας).

Θα συνεχίσω την ποίηση μονάχα για πλάκα

θαν την κάνω κουρμπάνι

στα γοερά μου πεύκα κρεμαντούλα

ενάντια στου χρόνου την εφεύρεση

δοξάζοντας το πληγωμένο μάλαμα: τη μοναξιά μου

στα νόστιμα ερέβη που με περιμένουν

εκείθε απ’ τα κωμικά σας έαρα

προς τα ερείπια του σύμπαντος μονήρη

προς του νερού την κρέμαση στα βάραθρα

- μιαν ασώματη ρητορεία.

Τι τα ’θελε και τα φερνε τα γράμματα

ο Δαναός στην Αργολίδα.

Μόνον αυτοί που τρέφουν όνειρα απολαμβάνουν

την πραγματικότητα.

 

ΠΗΛΙΝΟ ΑΓΑΛΜΑΤΙΔΙΟ

Αισθάνομαι ωσάν τρελός

παραχαράχτης του Γίγνεσθαι

γράφοντας διψαλέα ποιήματα

(της κοιτίδας μου

κάλπικα χαρτονομίσματα).

Γιατί η γλώσσα ειν’ η αχόρταγη

μοιχαλίδα του Πραγματικού

με αρίφνητα ψέματα προσπαθώντας

να περισώσει το γάμο της.

Κάθε τραγούδι θλιβερό χαράκωμα

ενάντια στη μουσική

κάθε μορφή ζαβλάκωμα

χωρίς αληθινά σταφύλια

δίχως κρασί που να σπιθίζει

απ’ τα φαινόμενα κλήματα.

Ειν’ αυτά μονάχα τα έρημα

της καρδιάς τ’ αναστήματα.

 

ΟΙ ΠΙΟ ΜΠΡΟΣΤΙΝΕΣ ΑΛΗΘΕΙΕΣ

Τα φτερά μου δεν είναι από βλακώδη τρυφερότητα

κ’ ειμ’ ένα ράμφος νευρωτικά χωμένο στο αίνιγμα

πληγιάζοντας τον αγέρα που όμως τη γλιτώνει

σαν αγέρινος

δεν τρέφω άλφα κι ούτε ωμέγα ανατρέφω

τη μεγάλη μου εξυπνάδα την πέταξα

σε σκουπιδότοπο

το ξίφος μου το απόθεσα στην Παναγία

ξεκουφαίνοντας με τη λάμψη του της Λευκής τα λαγόνια.

Κατάρα κι ανθοδέσμη θανάτου στο ιερατείο

που καταρτίζει η μέλισσα

την αχαΐρευτη σφήκα περιφρονώντας.

 

ΑΛΛΟΦΡΟΝΑΣ ΙΟΥΛΙΟΣ

Ο γενέθλιος μήνας μου στα θολερά λιοπύρια του Καρκίνου

μ’ έναν απρόσμενον ίσκιο που αναβλύζει

δονούμενος από φευγαλέα φωνήματα κληματαριάς – τι άρια

ο θάνατος ή η έβδομη κοίμηση...

Σα να αισθάνομαι το σώμα μου στον ιδρώτα λουσμένο

μουσείο

που ’χει να δείξει σωζόμενες αστραπές

τη μεγάλη του πόνου προσωπογραφία.

 

ΨΑΛΤΟΤΡΑΓΟΥΔΟ

Βγαίνοντας απ’ την ποίηση

(τα ωκύμορα μύρα)

στην άπλαστη τούτη πνιγηρότητα

τους διαβάτες τα λιπόθυμα τρόλεϊ

τα βάναυσα στη λιακάδα λεωφορεία

μαθητεύω (φαρμάκι τα δίδακτρα)

δίχως ναν το χω ποτέ μου λαχταρήσει

στην πρόσφατη Μελάνη

που χει βγάλει τα πασούμια της κι αναπνέει

τα προσανάμματα της πλάνης.

Κάθε φορά που ερανίζομαι κίνηση

καταγόμενος απ’ την άδουσα Φυσική

μονήρης από σόι στα έαρα των άστρων

έχοντας ένα λαδοφάναρο στα χέρια μου

(συνήθως δεκαεφτασύλλαβους αιματωμένους)

βλέπω της Τεχνικής το φρικαλέο κάταγμα

βλέπω καλώδια στη μελλούμενη καρδιά μου.

Σταθεροποίησε τη λευκότητα στην αγάπη

διώξε

τη φρίκη διώξε μακριά της ορατής γεωπονίας.

 

ΑΡΧΑΪΚΟΝ

Αποθηκεύοντας άνεμο στα περίτρομα φύλλα του

με αναρίθμητο επί ώρες μηδέν

αγκαλιάστηκε ο τυχαίος ευκάλυπτος.

Το γεγονός που οι λέξεις μ’ εγκαταλείπουν

έρχεται πάνω μου ωσάν συρτή ταφόπετρα.

Στη Δήλο -: του φωτός τα απορρίμματα

η όραση ραπτομηχανή.

 

ΤΟ ΣΤΗΘΟΣ ΕΙΝΑΙ ΚΑΤΙ ΠΟΥ ΕΚΤΕΙΝΕΤΑΙ

Τη μοίρα μου την έζησα χαζεύοντας

του τίποτα τη φαλακρή τυραννίδα.

Ιστόρησα τη μοναξιά γοερότερος

και ζάπλουτος απ’ τον αγέρα

μ’ ένα χακί σακκίδιο τα λιγοστά μου

τρόφιμα στην πλάτη

χρωματιστούς τρεμάμενους ξαναπατώντας ίσκιους

κι ανασταίνοντας

ωσάν σε ύπνο τρανταχτό του χόρτου μου

τα δύστηνα ονείρατα

στο αίμα μου βαθιά καιόμενος

κι αστράφτοντας αχτημοσύνη

καθώς που ζήλεψα την κάτασπρη χαμέρπεια:

το τάδε ρημολούλουδο

που κείται μεσ’ στο ρέμα λιγοθώρητο

ανασαίνοντας απόρρητο τεμπελίκι.

(Κοίτα -: παράγει θάνατο σάμπως να ’κραζε

πως τα όνειρα, όχι, δεν ειν’ άκυρα

ίσα-ίσα ειν’ εκείνα που τραγικά ακυρώνουν

(εξάπτοντας) την πραγματικότητα.)

 

ΟΙ ΕΠΕΝΔΥΣΕΙΣ ΜΟΥ ΣΤΗΝ ΚΟΛΑΣΗ

Δυσάρπαγος θεσμός απ’ τους θεούς η ανθρώπινη φύση

χτισμένος απάνω σε αιωρούμενες πιθανότητες

τυχάλωτος και εύθρυπος ανάμεσα στους συνωμότες

τόπος που ευωδιάζουν αγιοκλήματα

στομαχικές θεωρίες και νεύρωση της άτεκνης διαλεκτικής

εσένα όμως παλίρροια του έρωτα

(σπαραχτικό κειμήλιο η επείγουσα συνουσία)

την άσκοπη ομορφιά σου αρωματίζοντας με όνειρα

σε ψάλλω σε δοξάζω σε τραγούδησα

στα γενετήσια σχήματα στους αρχάριους

οίστρους της ατέρμονης μαβιάς γυναίκας που ίδρυσε

στην πεμπτουσία τα μάτια μου στην οργιώδη της βλάστηση.

Τόπος της θύελλας η Ιστορία

την ώρα που φιλώ τα χείλη σου με γιασεμιά μπερδεμένα

πέρα απ’ τις ρωγμές και πέρα

απ’ τα συνθήματα με τ’ όνομα εξουσία

φτερουγίζοντας ωσάν ορειχάλκινος πετεινός

απάνω στην κατάλευκη ράχη σου το θεσπέσιο

μάρμαρο του σπασμού σου από τριαντάφυλλα

χύνοντας ηλιαχτίδες στο δωμάτιο

πράξεις οπτασίας οι πανάρχαιες φλόγες του σώματος.

 

ΦΕΓΓΑΡΟΣΚΟΝΗ ΦΕΡΜΕΝΗ ΑΠ' ΤΗΝ ΚΑΛΚΟΥΤΑ

της Μαίρης

Η όσφρηση προς το Μάιο τα δοξάρια φυλλοβόλα

ο χρόνος είναι: ήτανε –

ο χρόνος (ας τον ανατιμήσουμε) ειν’ ωσάν ησυχαστής

από ψυχρότητα λαύρος μαστιγωτικός

η ελπίδα τερματίστηκε.

Κλαψουρίζει το σύντομο εκείνο νήπιο τηλεγράφημα

οξύχολα εκμαγεία η απονέκρωση πιάνο για τέσσερα χέρια

τα θηλυκά λογοπαίγνια της μυστικής θεολογίας ενίοτε

τριαδική παράλυση μα όχι τρυφή γνωσιολογική

πικραινόμαστε συνεχώς ανάβοντας

μαύρα αβγά βραχμανικά

μνησικακία σου η Άνοιξη βρε μπαγάσα Κρίσνα περιπαίχτη

με τρομερούς αλαλαγμούς στα θλιβερά

ξεβλάσταρα του Γαλαξία

πάλι τα ρούχα μου σήμερα στο καθαριστήριο

πάλι σιδέρωμα για λανθασμένο αύριο

δεν είμαστε στα καλά μας να υπάρχουμε έτσι ανελέητα

κοψίδια της θάλασσας τα κύματα

ο ήλιος θριαμβεύει

ο νους τον ταριχεύει

ο δυόσμος με το ευώδιασμα παλεύει.

Βόσκω τ’ ανήμερα της διάνοιας μεγάλες εκατοντάδες

ακούρευτες και κατακόκκινες (ελέχθη)

πριν ακόμη να φέξει

στο ξεψύχισμα του όρθρου

χέρια και πόδια η ρητορική του Ιουγούρθα

ηρεμούν εκεί κάτω στο θάνατο

μουχλιάζει το ακουστικό αναβλύζοντας

ο Άγιος Μόναξ αφορεσμένος

με χτένισμα επιληπτικό ακονίζοντας

των κρίνων τα ξεσπαθώματα.

Συμέων ο κανίβαλος του φωτός ο μελανιάρης

ετοιμόρροπος από τρεχάτα ουρανισκόφωνα

γυαλιστερά στην έρημο τραπουλόχαρτα – Είθε.

 

ΛΑΦΥΡΑΓΩΓΙΑ

Οτιδήποτε αναιρεί τη θέληση θέλοντας

ανήκει στην τυραννία.

Οικειώθηκα την απελπισία μου επί αιώνες

εγώ ο τολμητίας του ανυπόστατου

την οικουμένη του ήλιου την περιγέλασα

(και δικαίως)

καθώς επιτέλους εισχώρησα στον έρωτα του τίγρη

στα ορύγματα της ηρωίδας Αφασίας

αποσπόρι του απείρου με ιώβειες διαστάσεις

θηρεύω τιποτένιος

ανιχνεύω διάτορος.

Μια σύνθεση για άρπα του Ερρίκου του Όγδοου.

Τι μένει από όλα αυτά;

Μερικά βλακώδη κόκαλα.